Από την Ελλάδα μέχρι τις ΗΠΑ και από την Ιταλία μέχρι τη Βραζιλία άλλα πληρώνουμε και άλλα τρώμε
Η απάτη στα θαλασσινά έχει γίνει παγκόσμιο φαινόμενο. Η ζήτηση για ψάρια και προϊόντα υδατοκαλλιέργειας έχει απογειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, με την παραγωγή να σπάει ιστορικά ρεκόρ και την κατανάλωση να τρέχει σε κάθε ήπειρο. Μαζί με την ευκολία των έτοιμων και ημιέτοιμων προϊόντων, μπήκαν στη ζωή μας και πιο σύνθετες εφοδιαστικές αλυσίδες, περισσότερα ενδιάμεσα στάδια, περισσότερες ευκαιρίες για
«μαγείρεμα» της αλήθειας στην ετικέτα.Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: αντικατάσταση ακριβών ειδών με φθηνότερα, ψεύτικες δηλώσεις προέλευσης, «φρεσκάρισμα» όψης, παραπλάνηση στην εμπορική ονομασία. Η απώλεια εμπιστοσύνης δεν είναι θεωρητική. Μεταφράζεται σε οικονομική ζημιά, σε αθέμιτο ανταγωνισμό για τους τίμιους επαγγελματίες και σε πραγματικούς κινδύνους για την υγεία.
Μια νέα μελέτη από την Απουλία της Νότιας Ιταλίας προσθέτει κομμάτι στο παζλ και δείχνει γιατί η εργαστηριακή ταυτοποίηση πρέπει να γίνει καθημερινό εργαλείο των ελέγχων. Ερευνητές πήραν 78 δείγματα ψαριών, κεφαλόποδων και καρκινοειδών από αγορές, ιχθυοπωλεία και σούπερ μάρκετ και τα «σκάναραν» με DNA barcoding, δηλαδή με αλληλούχιση γονιδιακών δεικτών που λειτουργούν σαν δακτυλικό αποτύπωμα του είδους.
Η αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτό που έδειξε το DNA και σε αυτό που έγραφε η ετικέτα εντοπίστηκε στο 6,41% των δειγμάτων. Δεν είναι ποσοστό-σοκ, αλλά αρκεί μια ματιά στα λάθη για να καταλάβεις το βάθος του προβλήματος: κατεψυγμένα έτοιμα προϊόντα που «βαφτίστηκαν» ξιφίες αποδείχθηκαν μπακαλιάροι haddock, ενώ σε άλλη περίπτωση «καλαμάρι» κατέληξε μπλε καρχαρίας. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι στα παναρισμένα και επεξεργασμένα προϊόντωα θαλασσινών η παραποίηση στην ετικέτα είναι πιο εύκολη και πιο συχνή.
Πέρα από την Απουλία, τα πρόσφατα περιστατικά δείχνουν εύρος και φαντασία στην “θαλασινή απάτη”. Σε έρευνα για surimi «γαρίδας» που πωλείται χύμα σε κινεζικές πλατφόρμες, 21 από τα 24 προϊόντα ήταν νοθευμένα: αντί για γαρίδα υψηλότερου κόστους, βρέθηκαν φθηνά ψάρια, ακόμη και DNA χοιρινού ή κοτόπουλου, μαζί με κεφαλόποδα. Σε ορισμένα δείγματα, το κυρίαρχο «συστατικό» δεν ήταν καν θαλασσινό. Τα ευρήματα δείχνουν ότι όταν το προϊόν είναι άμορφο, έτοιμο για βιομηχανική χρήση και κινείται B2B, ο πειρασμός της αντικατάστασης είναι τεράστιος και ο εντοπισμός δύσκολος χωρίς μοριακά τεστ.
Η Ιταλία κατέσχεσε πρόσφατα φορτίο με προϊόντα «ψαριού» από τις Φιλιππίνες, όπου η εργαστηριακή ανάλυση αποκάλυψε DNA κοτόπουλου σε σάλτσα ψαριού. Μιλάμε για ιστορικό καρύκευμα που βασίζεται στη ζύμωση ιχθυικής πρώτης ύλης, και που λόγω umami έχει κατακτήσει κουζίνες σε όλο τον κόσμο. Όταν όμως η ετικέτα λέει «ψάρι» και το δείγμα φέρει πτηνοτροφικά ίχνη, η υπόθεση παύει να είναι γαστρονομία και γίνεται καθαρό ζήτημα απάτης, ιχνηλασιμότητας και αλλεργιολογικού κινδύνου.
Στον χώρο των κεφαλόποδων, η Ακτοφυλακή της Βενετίας κατάσχεσε περί τους 11,5 τόνους κατεψυγμένων χταποδιών ινδο-ειρηνικής προέλευσης με λάθος επισήμανση είδους. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι στα κουτιά υπήρχαν άλλα είδη από αυτά που αναγράφονταν. Αυτές οι αντικαταστάσεις δεν είναι «τυπογραφικά λάθη». Συχνά συμβαίνουν στη μεταφόρτωση και στη μαζική μεταποίηση, όπου ο έλεγχος χαλαρώνει. Το κίνητρο είναι απλό: ορισμένα είδη πιάνουν καλύτερη τιμή λόγω ζήτησης και γαστρονομικού προφίλ, άρα «συμφέρει» να βαφτιστούν.
Ο τόνος έχει τη δική του σκοτεινή σελίδα. Σε κενό αέρος φιλέτα αποψυγμένου τόνου έχουν καταγραφεί επανειλημμένα υψηλές τιμές ισταμίνης και «φρεσκάρισμα» με πρόσθετα που αλλάζουν χρώμα για να μοιάζει φρέσκος. Αυτό δεν είναι μόνο παραπλάνηση. Είναι και θέμα ασφάλειας τροφίμων, γιατί η ισταμίνη συνδέεται με το σκεμβροειδές σύνδρομο, ενώ η ανεξέλεγκτη χρήση νιτρωδών/νιτρικών μπορεί να οδηγήσει σε νιτροζαμίνες. Παρά τα μέτρα που λαμβάνονται, οι ειδοποιήσεις συνεχίζονται και η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρά σε αυστηρότερους κανόνες, γιατί οι εκτιμήσεις για το εύρος της πρακτικής είναι ανησυχητικές.
Στον μπακαλιάρο, η απάτη είναι σταθερά υψηλή, επειδή πρόκειται για ακριβό εμπορικό είδος με «δίδυμα» ψάρια που μοιάζουν μορφολογικά και γευστικά. Σε διάφορες αγορές έχει διαπιστωθεί ότι σημαντικό ποσοστό «μπακαλιάρου» είναι φθηνότερα συγγενικά είδη ή λινγκ, με την επισήμανση να σπρώχνει τον καταναλωτή στο λάθος με μεγάλα γράμματα για την «Ισλανδία» και μικρά για το είδος. Το μοτίβο επαναλαμβάνεται διεθνώς: σε Βραζιλία, Ισπανία, Βρυξέλλες, ακόμη και ο ερυθρός τόνος στα εστιατόρια εμφανίζεται αλλοιωμένος σε εντυπωσιακά ποσοστά. Η Ένωση Εργαζόμενων Καταναλωτών Ελλάδας, έχει προειδοποιήσει επανειλημμένως για κίνδυνο παραπλάνησης στην αγορά του μπακαλιάρου.
Ο σολομός είναι άλλο χαρακτηριστικό πεδίο. Αναλύσεις DNA σε δείγματα έδειξαν διψήφια ποσοστά εσφαλμένης επισήμανσης, με εκτρεφόμενο σολομό να παρουσιάζεται ως άγριος στα εστιατόρια. Η διαφορά στην τιμή είναι ουσιαστική, όπως και το διατροφικό/οικολογικό αποτύπωμα. Όταν ο καταναλωτής πληρώνει premium για «wild-caught» και παίρνει εκτροφής, δεν εξαπατάται μόνο οικονομικά· ενθαρρύνεται και μια στρεβλή αγορά.
Στην Ελλάδα, το «φαγκρί παντού και πάντα» έχει και αυτό παγίδες. Στην αγορά κυκλοφορεί συχνά ιαπωνική «κόκκινη τσιπούρα» ιχθυοκαλλιέργειας (Pagrus major) που παρουσιάζεται ως άγριο φαγκρί Μεσογείου (Pagrus pagrus). Η σύγχυση με τα εμπορικά ονόματα, οι διαφορετικές προελεύσεις και η απουσία αυστηρού ελέγχου στην αναγραφή του επιστημονικού ονόματος κάνουν το παιχνίδι εύκολο για όποιον θέλει να «τσιμπήσει» παραπάνω τιμή.
Η νομοθεσία υπάρχει και είναι συγκεκριμένη: στην Ευρώπη επιβάλλεται υποχρεωτική αναγραφή εμπορικής και επιστημονικής ονομασίας, μεθόδου παραγωγής, προέλευσης/FAO ζώνης και, όπου απαιτείται, αλιευτικού εργαλείου. Για κονσέρβες, κελύφη, σαλάτες και παναρισμένα προϊόντα ισχύουν ειδικές διατάξεις. Παρ’ όλα αυτά, η παραπλάνηση επιμένει. Ο λόγος είναι ότι οι έλεγχοι δεν μπορούν να είναι παντού, οι αλυσίδες είναι μακρές και το κίνητρο του κέρδους ισχυρό. Γι’ αυτό η λύση δεν είναι μόνο οι έφοδοι, αλλά και η μοριακή τεχνολογία ρουτίνας, η ψηφιακή ιχνηλασιμότητα και η διασταύρωση στοιχείων σε πραγματικό χρόνο.
Και οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία δεν είναι υποθετικοί. Από τετροδοτοξίνες σε «μπερδεμένα» pufferfish kai από ισταμίνη σε κακοδιαχειρισμένο τόνο μέχρι αλλεργιογόνα που δεν δηλώθηκαν επειδή το προϊόν είναι άλλο από αυτό που νομίζεις είναι και θέμα ασφάλειας. Και εδώ η ενημέρωση του καταναλωτή έχει ρόλο: η αναζήτηση επιστημονικού ονόματος στην ταμπέλα, ο έλεγχος της FAO ζώνης, η καχυποψία απέναντι σε «άγριο» που είναι διαθέσιμο όλο τον χρόνο και σε τιμή-δώρο, η προτίμηση σε ολόκληρο ψάρι όπου γίνεται, η απαίτηση για παραστατικά που να «δένουν» με την ταμπέλα.
Δεν είναι όμως όλοι οι ψαράδες ούτε όλοι οι έμποροι θαλασσινών απατεώνες. Η μεγάλη πλειονότητα δουλεύει τίμια, με ιχνηλασιμότητα, σωστή επισήμανση, πιστοποιήσεις και ελέγχους που κοστίζουν χρόνο και χρήμα. Το πρόβλημα αφορά όσους εκμεταλλεύονται τα κενά του συστήματος και «μαγειρεύουν» την ετικέτα για να βγάλουν παραπάνω κέρδος. Η κριτική στο φαινόμενο δεν είναι συλλήβδην καταδίκη του κλάδου, αλλά απαίτηση για διαφάνεια, ώστε οι σωστοί επαγγελματίες να ξεχωρίζουν και να ανταμείβονται, και οι “πονηροί” να εντοπίζονται να μένουν εκτός αγοράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου