Κοντά στην Αιδηψό, το χωριό Άγιος και στην θέση Κουβέλα, υπάρχει ένα ψηλό και απότομο γιοφύρι που αξίζει τον κόπο να σταματήσει κανέις για λίγο, να το περιεργαστεί. Αξίζει να δει την όμορφη ψηλοκρεμαστή καμάρα του που είναι απο καλοπελεκημένη, γαλάζια αγριόπετρα, χτισμένη με σπάνια αρχιτεκτονική και μαστοριά.
Οι αιώνες που πέρασαν απο πάνω του δεν το πείραξαν καθόλου. Ούτε οι μεγάλες κατεβασιές το
χειμώνα, οταν το ορμητικό νερό του ποταμού το χτύπαγε μέχρι τα μισά! Στέκεται εκεί σα στοιχειωμένος πέτρινος γίγαντας, που δεν τον φοβίζει τίποτα! Πόσες γενιές πέρασαν απο τότε που χαράχτηκε εκέινος ο δρόμος Αιδηψού-Ιστιαίας, όπου στέριωσαν και το γιοφύρι! Κι ακόμα, πόσοι άνθρωποι το διάβηκαν και πόσοι μέλει να το διαβούν. Κι εκείνο θα στέκεται εκεί απείραχτο και ατάραχο!
Ένας πολύ γέρος του χωριού, μου εξιστόρησε έτσι, σαν παραμύθι, το θρύλο για το χτίσιμο του γιοφυριού, που έχει δεθεί με το ονομα μιας όμορφης γυναίκας.
«Τον καιρό που χτίστηκε το γιοφύρι, απο κάποιον ξακουστό πρωτομάστορα, ζούσε στο χωριό μας ετούτο μια πεντάμορφη γυναίκα. Κυπαρισσένιο το κορμί της, ήλιος το προσωπό της, κι ασπροκόκκινο σαν απριλιάτικο τριαντάφυλλο το δέρμα της. Ντούμινα την έλεγαν. Ότι που είχε παντρευτεί, στα δεκαοχτώ της, κείνη τη χρονιά που ’ρθε ο πρωτομάστορας στο χωριό μας να βάλει τα θεμέλια του γιοφυριού.
Την πρώτη μέρα που ’βαζε τα σχέδια ο πρωτομάστορας, κατέβηκε όπως όλες οι γυναίκες του χωριού, και η Ντούμινα με την στάμνα της να πάρει νερό απο τη βρύση που ‘ταν κοντά στο μελούμενο τότε γιοφύρι. Άστραψε ο τόπος και η ρεματιά! Μοσκοβόλησε ο αγέρας θηλυκό, σαν πέρασε δίπλα όπου έστεκε ο πρωτομάστορας, κι εκείνος τα ‘χασε! Νέος, γερός και όμορφος, μόλις που την αντίκρυσε έμεινε ο νούς και η καρδιά του σ’ αυτήν. Ποτέ του, όσα μέρη κι αν γύρισε, δεν ξανάχε δει τέτοια παράξενη ομορφιά, ίδια νεράιδα. Σαν έμαθε όμως πως ήταν παντρεμένη, μαράθηκε! Τη ζήλεψε, ζήλεψε και μίσησε ακόμα τον άντρα που την παντρέυτηκε και καταράστηκε τη μοίρα του γιατί να μην τον βοηθήσει να τη γνωρίσει πριν παντρευτεί!
Σε λίγες μέρες ετοιμάστηκαν τα σχέδια του γιοφυριού κι ανοίχτηκαν τα φαρδιά και βαθιά θεμέλια. Έτσι έφτασε κι η ημέρα που θ’άρχιζε το χτίσιμο. Το πρωί εκείνο θα ‘ριχνε ο πρωτομάστορας τη πρώτη πέτρα στο θεμέλιο. Όμως κατά το έθιμο τότε των μαστόρων, για να θεμελιωθεί και να στεριώσει το γιοφύρι, έπρεπε να στεριώσουν τον πρώτο τυχόντα περαστικό ή περαστικιά απο εκεί. Έτσι αποφάσισαν και περίμεναν οι μαστόροι, κείνο το πρωι, ποιός ή ποιά θα περνούσε για τη βρύση ή το ρέμα, να τον φωνάξει ο πρωτομάστορας κοντά στο θεμέλιο και να ρίξει την πρώτη πέτρα πάνω στον ίσκιο του.
Κείνο το πρωινό, με το σκάσιμο του ήλιου, απο το βουνό της ανατολής, κίνησε η Ντούμινα να πάει στο ρέμα για κοπάνισμα. Έτσι, αστάλαχτη στο ντύσιμο καθώς ήταν όλες τις ώρες, έβαλε τον μπόγο στο κεφάλι της κρατώντας τον με το να της χέρι, ενώ με τ’ άλλο βαστούσε τον κόπανο και κατηφόρισε προς το ρέμα. Τα ψέυτικα φουριά της μπόλιας της άστραφαν στον πρωινό ήλιο κι αντιφέγγιζαν στο αιθέριο της πρόσωπο!
Έτσι καθώς την είδαν οι μαστόροι να κατεβαίνει, την αποθαύμαξαν, αναστέναξαν, κι ύστερα έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα για πολλή ωρα! Την κοίταξε κι ο πρωτομάστορας και πώς δε λιποθύμησε απο την ταραχή του! Απο τη μία ζήλευε πολύ που δεν μπορούσε να την κάνει δική του. Απο την άλλη όμως την λυπόταν, δεν ήθελε να είναι εκείνη που θα στοίχειωνε. Να, όμως, που η μοίρα το ‘θελε έτσι!
Η λυγερόκορμη Ντούμινα έφτασε στο ρέμα, καλημέρισε με χαμόγελο τους μαστόρους κι ύστερα προχώρισε στο ποτάμι, όπου ο βόθανος με τις πλακαρόπετρες που κοπάνιζαν. Απόθεσε στην ακροποταμιά το μπόγο, ξιπολήθηκε κι ύστερα σήνωσε λίγο ως τις γάμπες της τη χιονάτη, μακριά ως τον αστράγαλο, παλιαρούτα της που την έπιασε πίσω μπρος με δυο παραμάνες. Και σαν μπήκε στο κατακάθαρο νερό του ποταμιού, καθρεφτίστηκαν τα ασπροκόκκινα πόδια της, τα τόσο λαχαριστά και εξαίσια. Έσκυψε ύστερα το κορμί της να ταχτοποιήσει την πλακαρόπετρα, και τότε έτσι, καθώς μια κατακόκκινη ηλιαχτίδα τη σημάδεψε, φάνταξε σ’ όλους ίδια πεντάμορφη καμάρα γεφυριού!
Ο πρωτομάστορας, αφού την αποθαύμασε και τη ροκάνισε με τα μάτια του, έτσι, καθώς καθόταν στην άκρη του θεμελιού, για μια στιγμή πήρε θάρρος και φώναξε σαν απο βαθύ ύπνο:
‘Καλή αρχόντισσα, παίρνεις αν θες λίγο το μαντίλι μου να το πλύνεις. Έτσι να ‘χεις πολύ καλό...’
Εκείνη, αφού δίστασε στην αρχή, ξεκίνησε ρέμα-ρέμα και έφτασε ως την άκρη του θεμέλιου, όπου απο την άλλη μεριά έστεκε ο πρωτομάστορας. Κι έτσι καθώς έσκυψε να πάρει το μαντίλι, έπεσε για καλά ο ίσκιος της στον πάτο του θαμελιού. Τότε –χωπ!- έριξε την πρώτη πέτρα ο πρωτομάστορας στο θεμέλιο, πάνω ακριβώς στον ίσκιο της Ντούμινας!
Λένα πως η Ντούμινα δεν το πήρε είδηση, ούτε και ήξερε απο αυτά τα τερτίπια και τα ξετάσματα των μαστόρων. Όμως στο χρόνο πάνω πέθανε! Και πέθανε κείνη τη μέρα ακριβώς που τελείωνε το γιοφύρι και έκαναν τα εγκαίνια στο φαρδύ εκέινο αμαξόδρομο.
Λένε πως πέθανε απότομα, έτσι, χωρίς αρρώστια, μόλις που ‘κλεισε τα είκοσι, νιόπαντρη, μ’ ένα παιδί στα σπλάχνα της! Αναστατώθηκε όλο το χωριό! Έκλαψε όλη η γούρνα εκείνη. Έκλαψε όμως πολύ και ο πρωτομάστορας, που δεν είχε προλάβει ακόμα να φύγει απο το χωριό. Έκλαψε πολύ, γιατί πίστευε στα σοβαρά πως αυτός τη θανάτωσε, επειδή την είχε στοιχειώσει για να στεριωθεί το γιοφύρι.
Απο τότε, λένε, άρχισε να βγαίνει το φαντασμά της στο γιοφύρι εκείνο. Την έχουν δει πολλοί να ανεβαίνει, ακριβώς τα μεσάνυχτα, απο το θεμέλιο του γιοφυριού, ακριβώς απο εκεί που στοιχειώθηκε. Ανεβαίνει αεράτα, αργά και στέκεται ψηλά στο μαρμαρένιο χείλος του γιοφυριού. Βγαίνει, λένε, πάντα με τα καλά της σεγκούνια, με την καλή της φορεσιά. Έτσι καθώς έβγαινε, σαν ζούσε, στα πανηγύρια και τις λαμπρές μέρες. Έτσι καθώς την είχαν ντύσει για τον άλλο κόσμο! Φοράει την καινούργια μπόλια, κόκκινο χρυσοκάβαδο με διπλή αρματωσιά, φλουριά στα στήθια και στην καμάρα του μετώπου της. Αστράφτει και φέγγει σαν τον ήλιο (λένε αυτοί που την είδαν) και στέκεται εκεί στο χείλος του γιοφυριού για καμπόση ώρα, ακριβώς τα μεσάνυχτα κι ύστερα αξαφανίζεται πάλι σαν αέρας.
Πάρα πολλοί, λένε, είχαν δει την στοιχειωμένη Ντούμινα. Γι’ αυτό μέχρι πριν λίγα χρόνια, όπου ο κόσμος άρχισε να μην πολυπιστεύει στα φαντάσματα και τα στοιχειά, το γιοφύρι αυτό φοβόταν ο καθένας να το περάσει τη νύχτα μόνος του. Πολλοί που βρίσκονταν στην ανάγκη, το πέρναγαν βιαστικά λέγοντας το ‘Πάτερ Ημών’. Άλλοι πάλι το πέρναγαν τραγουδόντας δυνατά, γιατί κάποιος είπε πως η Ντούμινα δεν βγαίνει σαν ακούσει φωνές και τραγούδια!
Ακόμα οι καροτσέρηδες και οι σοφεραίοι φοβόνταν και αυτοί να περάσουν την νύχτα απο το στοιχειωμένο γιοφύρι κι όταν ήταν απαραίτητο να περάσουν, άρχιζαν να χουγιάζουν δυνατά τα άλογα ή να κορνάρουν συνέχεια ως ν’ απομακρυνθούν πολύ απο εκεί.
Τώρα πια, μου είπε τελειώνοντας ο γέρος, κανένας δεν πιστεύει στα στοιχειά και στα φαντάσματα. Κι όμως, οι πιο παλιοί, ακόμα και τώρα, όταν περνάνε νύχτα μόνοι απο το γιοφύρι αυτό, αισθάνονται μια κρυάδα, έναν κάποιο αόριστο φόβο...»
Απο το βιβλίο "Μύθοι, Θρύλοι, Παραδόσεις" του Τάσου Παπαποστόλου
Εκδόσεις Άγκυρα - Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών
(σελ. 32)
Από το kastamonitis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου